φλογοβόλο

φλογοβόλο
το
πολεμικό όπλο που εκτοξεύει φλόγα που καίει τον αντίπαλο ή βάζει φωτιά σε ξύλινες κατασκευές, δάση κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δράκος — Μυθολογικό τέρας, η μορφή του οποίου –προερχόμενη συνήθως από τα ερπετά– διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά (φλογοβόλο στόμα με πολλές γλώσσες, κεφάλι λιονταριού, σκύλου ή γάτου, φτερά νυχτερίδας κλπ.), ανάλογα με τη μυθολογία και την τοπική… …   Dictionary of Greek

  • φλογοβόλος — ο, Ν 1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης») 2. το ουδ. ως ουσ. το φλογοβόλο στρ. οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε μεγάλη απόσταση φλεγόμενο υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • φλογοβόλος — α, ο 1. αυτός που βγάζει φλόγες, αυτός που πετάει φλόγες: Φλογοβόλα όπλα. 2. το ουδ. ως ουσ., φλογοβόλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”